μαντενιάζω

μαντενιάζω
μαντενιάζω (Μ)
1. προστατεύω
2. υποστηρίζω, βοηθώ, ενισχύω
3. υπηρετώ
4. υπερασπίζω μια άποψη, επιμένω σε κάτι
5. διατηρώ, διαφυλάγω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προβηγκ. mantenir].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”